λοιμόν

λοιμόν
λοιμός
plague
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισόψηφος — η, ο (ΑΜ ἰσόψηφος, ον) αυτός που παίρνει ίσο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλο αρχ. 1. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, αυτός που έχει ίση δύναμη 2. αυτός που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια επισημότητα με κάποιον άλλο 3. (για λέξεις ή στίχους)… …   Dictionary of Greek

  • ДВЕНАДЦАТИ ПАТРИАРХОВ ЗАВЕЩАНИЯ — («заветы») [греч. Ϫιαθῆκαι τῶν ιβ´ πατριαρχῶν; лат. Теstamenta XII Patriarcharum], раннехрист. апокриф, составленный на основе библейских и постбиблейских иудейских преданий о ветхозаветных патриархах, в жанровом отношении примыкающий к… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”